- πειρήσοντα
- πειράωattempt: fut part act neut nom /voc /acc pl (attic ionic )πειράωattempt: fut part act masc acc sg (attic ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
πειρήσοντα — πειράω attempt fut part act neut nom/voc/acc pl (attic ionic) πειράω attempt fut part act masc acc sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρώμαι — πειρῶμαι, άομαι, ΝΑ, πειρῶ, άω, Α προσπαθώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι, επιχειρώ, αποπειρώμαι, δοκιμάζω («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπειραμένος, η, ο 1. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek